- κατύ
- κατύ, Arc. for κατά, IG5(2).6.11, al. (iv B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατύ — (Α) (αρκαδ. τ.) κατά … Dictionary of Greek
κατυφασμένον — κατῡφασμένον , κατά ὑφάζω perf part mp masc acc sg (ionic) κατῡφασμένον , κατά ὑφάζω perf part mp neut nom/voc/acc sg (ionic) κατῡφασμένον , κατά ὑφαίνω weave perf part mp masc acc sg (ionic) κατῡφασμένον , κατά ὑφαίνω weave perf part mp neut … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατύλης — κατύ̱λης , κατά ὑλάω bark imperf ind act 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) κατύ̱λης , κατά ὑλάω bark imperf ind act 2nd sg (ionic) κατύ̱λης , κατά ὑλάω bark imperf ind act 2nd sg (ionic) κατά ὑλάω bark pres ind act 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατυπνωμένον — κατῡπνωμένον , καθυπνόω fall fast asleep perf part mp masc acc sg (ionic) κατῡπνωμένον , καθυπνόω fall fast asleep perf part mp neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατυβρίσας — κατῡβρίσᾱς , καθυβρίζω treat despitefully aor part act masc nom/voc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατύπνωσε — κατύ̱πνωσε , καθυπνόω fall fast asleep aor ind act 3rd sg (ionic) καθυπνόω fall fast asleep aor ind act 3rd sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… … Dictionary of Greek
κατυπόταξον — κατά ὑποτάσσω place aor imperat act 2nd sg (ionic) κατῡπόταξον , κατά ὑποτάσσω place futperf ind act masc voc sg (ionic) κατῡπόταξον , κατά ὑποτάσσω place futperf ind act neut nom/voc/acc sg (ionic) κατά ὑποτάσσω place aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατυπνωμένῳ — καθυπνόω fall fast asleep pres part mp masc/neut dat sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) κατῡπνωμένῳ , καθυπνόω fall fast asleep perf part mp masc/neut dat sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)